- ιλμενίτης
- Ορυκτό του τιτανίου (τιτανικός σίδηρος) με χημικό τύπο Fe(ΤiΟ3).Συχνά περιέχει προσμείξεις οξειδίων του σιδήρου, του μαγγανίου και του μαγνησίου. Κρυσταλλώνεται στη ρομβοεδρική τάξη του τριγωνικού συστήματος. Έχει μαύρο χρώμα, με μεταλλική λάμψη. Πήρε την ονομασία του από την οροσειρά Ίλμεν των νότιων Ουραλίων της Ρωσίας. Είναι πολύτιμο ορυκτό για τη βιομηχανία, γιατί αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πηγή του μετάλλου τιτανίου μετά το ρουτίλιο. Έχει πυκνότητα 4,7 και σκληρότητα 5-6 στην κλίμακα MOS. Αποχωρίζεται σε λεπτά, αδιαφανή φυλλίδια. Σπάνια απαντά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, βρίσκεται κυρίως έκλυτος με μορφή κόκκων μέσα σε άμμους, δευτερογενούς προέλευσης, ή φυλλίδια, μέσα σε εκρηξιγενή πετρώματα ή τέλος σε συμπαγείς μάζες. Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα ι., με βιομηχανική εκμετάλλευση, είναι της νότιας Νορβηγίας, της Ιταλίας, των ΗΠΑ (Αντιρόντακ), του Καναδά (Σεν Ουρμπέν). Στην Ελλάδα υπάρχει ι. στη Θεσσαλία, στη Θράκη και στην Αττική, αλλά όχι σε αξιόλογα και εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα. Ο ι. χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία για την παραγωγή ειδικού χάλυβα.
Δείγμα ιλμενίτη, ορυκτού του τιτανίου.
Dictionary of Greek. 2013.